- αὐλομανής
- αὐλο-μᾰνής, ές,A flute-inspired, Nonn.D.8.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυλομανής — αὐλομανής, ές (Α) αυτός που θέλει μέχρι μανίας να παίζει αυλό … Dictionary of Greek
αὐλομανές — αὐλομανής flute inspired masc/fem voc sg αὐλομανής flute inspired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek